- εὐαρίθμητον
- εὐαρίθμητοςeasy to countmasc/fem acc sgεὐαρίθμητοςeasy to countneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευαρίθμητος — η, ο (Α εὐαρίθμητος, ον) 1. αυτός που αριθμείται εύκολα 2. ο ολιγάριθμος, αυτός που είναι μικρός κατά τον αριθμό («τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αριθμητός (< αριθμώ)] … Dictionary of Greek